- γραιοκομείο
- τοίδρυμα στο οποίο περιθάλπονται άπορες γριές, γηροκομείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραία + -κομείο < -κόμος < κομώ «φροντίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Παν. Χιώτη. Αντ' αυτής σήμερα χρησιμοποιούνται οι λέξεις γεροκομειό* και γηροκομείο*].
Dictionary of Greek. 2013.