γραιοκομείο

γραιοκομείο
το
ίδρυμα στο οποίο περιθάλπονται άπορες γριές, γηροκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραία + -κομείο < -κόμος < κομώ «φροντίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Παν. Χιώτη. Αντ' αυτής σήμερα χρησιμοποιούνται οι λέξεις γεροκομειό* και γηροκομείο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”